Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μαθαίνω την

  • 1 узнать

    узнаю, узнаешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. узнанный, βρ: узнан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    я -ал об этом от брата έμαθα γι αυτό από τον αδερφό μου•

    я -ал е тайну έμαθα το μυστικό της•

    узнать новость μαθαίνω το νέο•

    поздно -ла мать о ранении сына αργά πληροφορήθηκε η μάνα τον τραυματισμού του γιου της•

    узнать правду μαθαίνω την αλήθεια•

    от кого вы это -ли? από ποιόν το μάθατε αυτό;

    2. γνωρίζω•

    узнать е характер γνωρίζω το χαρακτήρα της•

    узнать друг друга γνωρίζομε ο ένας τον άλλον (το χαρακτήρα, το ποιόν).

    3. δοκιμάζω, υφίσταμαι, περνώ•

    он -ал нищету αυτός δοκίμασε τη φτώχεια.

    || (ως απειλή)• βλέπω•

    -ешь θα μάθεις, θα δεις•

    -ет θα μάθει, θα δει.

    4. αναγνωρίζω•

    евриклия узнала одиссея от его шрама на ноге η Ευρίκλεια γνώρισε τον Οδυσσέα από την ουλή στο πόδι. -свою вешь (ανα)γνωρίζω το πράγμα μου.

    μαθαίνομαι, πληροφορούμαι; γίνομαι γνωστός•

    узнать это скоро -лось αυτό γρήγορα μαθεύτηκε.

    Большой русско-греческий словарь > узнать

  • 2 овладевать

    овладевать, овладеть 1) (захватывать) κυριεύω, καταχτώ 2) (усваивать) κατέχω· \овладевать греческим языком μαθαίνω την ελληνική γλώσσα
    * * *
    = овладеть
    1) ( захватывать) κυριεύω, καταχτώ
    2) ( усваивать) κατέχω

    овладева́ть гре́ческим языко́м — μαθαίνω την ελληνική γλώσσα

    Русско-греческий словарь > овладевать

  • 3 овладевать

    овладевать
    несов
    1. (брать, захватывать) καταλαμβάνω, κυριεύω, παίρνω:
    \овладевать позицией воен. καταλαμβάνω θέση· \овладевать крепостью κυριεύω τό φρούριο· \овладевать имуществом γίνομαι κάτοχος περιουσίας·
    2. перен (о мыслях, чувствах) κυριεύω, καταλαβαίνω, πιάνω·
    3. перен (усваивать) μαθαίνω, κατακτώ, γίνομαι κάτοχος:
    \овладевать греческим языком μαθαίνω τήν ἐλληνική γλώσσα· \овладевать техникой κατακτώ τήν τεχνική.

    Русско-новогреческий словарь > овладевать

  • 4 выпытать

    ρ.σ.μ. γνωρίζω, μαθαίνω καλά,εξιχνιάζω•

    выпытать секреты μαθαίνω τα μυστικά•

    правду μαθαίνω την αλήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > выпытать

  • 5 плотничество

    ουδ. η ξυλουργική, η μαραγκοσύνη•

    обучиться -у μαθαίνω την ξυλουργική, μαθαίνω μαραγκός.

    Большой русско-греческий словарь > плотничество

  • 6 πραγματικότητα

    [-ης (-ητος)] η
    1) действительность, реальность;

    η αντικειμενική πραγματικότητα — объективная реальность;

    γίνομαι πραγματικότητα — становиться реальностью, осуществляться;

    αποσπώμαι απ' την πραγματικότητα — отрываться от действительности;

    στην πραγματικότητα — в действительности;

    2) правда, истина;

    μαθαίνω την πραγματικότητα — узнавать правду; — узнавать реальное положение вещей

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πραγματικότητα

  • 7 прицениваться

    прицениваться
    несов, прицениться сов разг μαθαίνω τήν τιμή.

    Русско-новогреческий словарь > прицениваться

  • 8 price

    1. noun
    1) (the amount of money for which a thing is or can be bought or sold; the cost: The price of the book was $10.) τιμή
    2) (what one must give up or suffer in order to gain something: Loss of freedom is often the price of success.) τίμημα
    2. verb
    1) (to mark a price on: I haven't priced these articles yet.) κοστολογώ
    2) (to find out the price of: He went into the furniture shop to price the beds.) μαθαίνω την τιμή
    - pricey
    - at a price
    - beyond/without price

    English-Greek dictionary > price

  • 9 прицениваться

    [πριτσένιβατσα] ρ. μαθαίνω την τιμή

    Русско-греческий новый словарь > прицениваться

  • 10 прицениваться

    [πριτσένιβατσα] ρ μαθαίνω την τιμή

    Русско-эллинский словарь > прицениваться

  • 11 прицениться

    ρ.σ. πληροφορούμαι (μαθαίνω) την τιμή (του πουλούμενου αντικειμένου).

    Большой русско-греческий словарь > прицениться

  • 12 доучить

    -учу, -учишь ρ.σ.μ.
    1. απομαθαίνω• μαθαίνω τέλεια ή ως ένα βαθμό" доучить таблицу умножения μαθαίνω καλά την προπαίδεια της αριθμητικής•

    доучить ребнка до осени μαθαίνω ή προγυμνάζω το παιδί ως το Φθινόπωρο•

    доучить стихотворение до середины μαθαίνω το ποίημα ως τη μέση.

    1. αποπερατώνω τις σπουδές.
    2. μαθαίνω, σπουδάζω ως•

    доучить до восьмого класса φοιτώ ως την όγδοη τάξη•

    доучить до зимы φοιτώ ως το χειμώνα.

    3. μελετώ τόσο πολύ που...• он -лся до того, что заболел αυτός αρρώστησε α-πο την πολλή μελέτη.

    Большой русско-греческий словарь > доучить

  • 13 наутро

    наутро
    нареч τήν ἐπαύριο[ν], τήν ἐπο-Ν-νην πρωΐαν. г^Учить сов (кого-л. чему-л.) μαθαίνω, °«>άσκω:
    \наутро кого-л. греческому языку́ μα· θαίνω κάποιον ἐλληνικά, διδάσκω σέ κάποιον τήν ἐλληνική γλωσσά \наутроея διδάσκομαι, μανθάνω (άμετ.), μαθαίνω (άμετ.).

    Русско-новогреческий словарь > наутро

  • 14 знать

    зна||ть I
    несов
    1. (быть осведомленным) ξέρω, μαθαίνω:
    \знать о поездке μαθαίνω γιά ταξίδι· знаешь... ξέρεις...·
    2. (иметь знания) ξέρω, ήξεύρω, γνωρίζω:
    \знать свое дело ξέρω τή δουλειά μου· \знатьете ли вы греческий язык? ξέρετε ἐλληνικά;· \знать понаслышке ἔχω ἀκουστά, γνωρίζω κάτι ἐξ ἀκοής· насколько я \знатью... ἀπ· δτι ξέρω...· не \знать, что делать δέν ξέρω τί νά κάνω· \знать наизу́сть ξέρω ἀπ' ἔξω·
    3. (быть знакомым) γνωρίζω, ξέρω:
    \знать кого-л. с детства γνωρίζω κάποιον παιδί (или ἀπ· τά παιδικά μου χρόνια)· \знать в лицо́ γνωρίζω ἐξ ὀψεως· \знать лично γνωρίζω προσωπικά· ◊ \знать как свой пять пальцев ξέρω κάτι σάν τήν' τσέπη μου· \знать толк в чем^л. σκαμπάζω σ'αὐτά, ξέρω καλά κάτι· кто его́ \знатьет ποιος τόν ξέρει, ποιός ξέρει· как \знать, почем \знать ποῦ νά ξέρεις, ποιός ξέρει· не \знать покоя δέν βρίσκω ἡσυχία, δέν ἡσυχάζω· \знать меру κρατώ τή ρέγουλα, τηρώ τό μέτρον дать \знать кому́-л. εἰδο-ποιῶ κάποιον \знать себе цену ξέρω τήν ἀξία μου· делайте как \знатьете κάνετε ὅπως νομίζετε, κάνετε ὅπως ξέρετε.
    знать II ж собир. ἡ ἀριστοκρατία, τό ἀρχοντολογι, οἱ είίγενείς, οἱ εὐπατρίδες.

    Русско-новогреческий словарь > знать

  • 15 показать

    -кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. показанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. δείχνω•

    он -ал свой паспорт αυτός έδειξε την ταυτότητα του•

    показать рукой δείχνω με το δάχτυλο•

    -жи мне дорогу δείξ.ε μου το δρόμο-показать учащимся химический опыт δείχνω στους μαθητές το πείραμα της χημείας.

    || παρουσιάζω•

    показать пьесу афинианам παρουσιάζω το θεατρικό έργο στους Αθηναίους.

    || προβάλλω•

    -новый кинофильм προβάλλω νέα κινηματογραφική ταινία.

    2. παρασταίνω, απεικονίζω.
    3. εξηγώ• διδάσκω, μαθαίνω•

    показать как пользоваться компасом μαθαίνω τη χρήση της πυξίδας•,

    4. εμφανίζω, φανερώνω•

    показать храбрость, мужество δείχνω γενναιότητα, ανδρεία.

    || παίρνω• καταλαβαίνω• έρχομαι•

    показать лучший результат в беге έρχομαι πρώτος στο τρέξιμο, παίρνω την πρώτη θέση στο τρέξιμο;

    αναπτύσσω (ταχύτητα κ.τ.τ.).
    5. αποδείχνω, καταδείχνω.
    6. καταθέτω (ως μάρτυρας). || δείχνω (ως απειλή)•

    я тебе -жу θα σου δείξω εγώ.

    εκφρ.
    показать вид – προσποιούμαι, κάνω πως, παρασταίνω, καμώνομαι•
    показать нос куда ή где – εμφανίζομαι για λίγο κάπου, ξεμυτίζω. показать пример δείχνω το παράδειγμα•
    показать спину – γυρίζω τις πλάτες ή τα νώτα (εκδηλώνω τη δυσαρέσκεια μου• αποστρέφομαι)•
    показать язык – ερεθίζω, εκνευρίζω (βγάζοντας τη γλώσσα).
    1. βλ. казаться.
    2. φαίνομαι, εμφανίζομαι• διακρίνομαι. || παρουσιάζομαι.
    3. αρέσκομαι, μου αρέσει.

    Большой русско-греческий словарь > показать

  • 16 знать

    ρ.δ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    -намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•

    знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.

    2. γνωρίζω, ξέρω•

    знать жизнь ξέρω τη ζωή•

    знать математику ξέρω μαθηματικά•

    знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•

    русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.

    || μπορώ, δύναμαι•

    теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.

    3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•

    я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•

    лично γνωρίζω προσωπικά.

    || ξεχωρίζω από τους άλλους•

    собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.

    4. καταλαβαίνω, εννοώ•

    я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.

    5. δοκιμάζω•

    он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.

    6. ξέρεις, ξέρετε•

    я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.

    εκφρ.
    знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•
    знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•
    знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•
    знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•
    знать толк в чём; знать прок в чёмπαλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•
    знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•
    граммотеπαλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•
    знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•
    не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•
    не знать женщин – είμαι παρθένος•
    не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•
    не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•
    не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•
    знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•
    сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•
    то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•
    только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...
    - ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•
    как -ешь – όπως θέλεις•
    кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•
    надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•
    по наслышке знать – εχω ακουστά•
    я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•
    я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•
    как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•
    делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•
    я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•
    - ет кошка чьё мясо сьлаπαρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.
    γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.
    όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•

    знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.

    θ.
    αριστοκρατία.

    Большой русско-греческий словарь > знать

  • 17 изучить

    -учу, -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изученный βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    μαθαίνω•

    изучить русский язык μαθαίνω ρωσική γλώσσα•

    изучить электросварку μαθαίνω ηλεκτροκόλληση.

    || σπουδάζω, ερευνώ, μελετώ•

    изучить причины экономического кризиса ψάχνω να βρω τις αίτιες της οικονομικής κρίσης•

    изучить древнюю рукопись μελετώ αρχαίο χειρόγραφο•

    изучить обстановку μελετώ την κατάσταση.

    Большой русско-греческий словарь > изучить

  • 18 φέρω

    (αόρ. έφερα и έφερον, παθ. αόρ. (ε)φέρθηκα и εφέρθην) μετ.
    1) носить (одежду, украшения и т. п.);

    φέρ (την) στολή (τού) αξιωματικού1 — носить офицерскую форму;

    φέρω όπλα — носить оружие;

    2) перен. носить (имя и т. п.);

    φέρει το όνομα τού πάππου του — он носит имя своего деда;

    φέρω επιγραφή — иметь надпись;

    3) приносить; привозить;
    ποιός έφερε το γράμμα; кто принёс письмо?;

    να μού φέρεις την βαλίτσα — привези мой чемодан;

    4) ввозить, импортировать;
    5) вести, приводить; направлять;

    πού φέρει αυτός ο δρόμος; — куда ведёт эта дорога?;

    πού μας έφερες; куда ты нас привёл?;
    6) перен. приводить (в какое-л. состояние), доводить (до чего-л.);

    φέρ σε απόγνωση — доводить до отчаяния;

    φέρω εις πέρας — доводить до конца, завершать;

    7) приносить, давать (плодытж. перен.);

    φέρ αποτέλεσμα (κέρδος) — дать результат (выгоду);

    8) вызывать, причинять;

    φέρω αηδία — вызывать отвращение;

    φέρω πλήξη — вызывать скуку;

    φέρω βλάβη — приносить вред;

    φέρω πόνους — причинять боль;

    φέρω όρεξη — возбуждать аппетит;

    9) перен. приводить (пример и т. п.);

    φέρω αντίρρηση — приводить, выска- зывать возражения;

    10) предлагать, представлять (на рассмотрение); вносить (предложение);

    § φέρω (την) ευθύνη γιά... — нести ответственность за...;

    (τό) φέρω βαρέως — тяжело переживать (что-л.); — быть глубоко задетым, обиженным;

    τα φέρω δύσκολα — быть в нужде, в затруднении;

    φέρ στη μνήμη μου — вызывать в памяти;

    σύρ' τα φέρ' τα хождение туда-сюда, взад-вперёд;

    βγω και φέρω — водить за нос;

    την φέρω με τρόπο — начинать издалека;

    φέρ' είπείν например;

    φέρε να ιδούμε — давай посмотрим;

    ανθρώπων έκαστος δύο πήρας φέρει, την μεν εμπροσθεν, την δε όπισθεν — погов, чужие недостатки видней;

    ≈ в чужом глазу соринку замечаем, а у себя не видим и бревно;

    φέρομαι

    1) — вести себя; — держать себя; — поступать, обходиться (с кем-л.);

    τρόπος τού φέρεσθαι — манера обращения, поведения;

    μαθαίνω να φέρομαι — научиться вести себя;

    φέρομαι πολύ άσχημα σε κάποιον — поступить скверно по отношению к кому-л., скверно обойтись с кем-л.;

    2) идти, двигаться, направляться;
    πού φερόμαστε; куда мы идём?; 3) απρόσ. говорят, считают, что...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φέρω

  • 19 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 20 направить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. направленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω προς•

    направить дуло ружья на врага στρέφω την κάννη του όπλου προς τον εχθρό•

    направить судно κατευθύνω το σκάφος•

    направить удары κατευθύνω τα χτυπήματα•

    направить внимание στρέφω την προσοχή•

    направить взоры στρέφω τα βλέμματα•

    направить разговор γυρίζω την κουβέντα.

    || συγκεντρώνω•

    направить все силы на борьбу κατευθύνω όλες τις δυνάμεις στον αγώνα.

    2. στέλλω•

    направить на фронт κατευθύνω στο μέτωπο•

    направить на работу στέλλω στη δουλειά•

    направить к юристу κατευθύνω στο νομικό (για συμβουλή).

    || υποβάλλω προς•

    направить заявление в бюро жалоб υποβάλλω αίτηση στο γραφείο παραπόνων.

    3. μαθαίνω, δείχνω το δρόμο, την ορθή κατεύθυνση.
    4. ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ. || ακονίζω•

    направить бритву ακονίζω το ξυράφι.

    εκφρ.
    направить путь (шаги, стопы) – κατευθύνομαι, πηγαίνω, παίρνω δρόμο για.
    1. κατευθύνομαι. || μτφ. συγκεντρώνομαι.
    2. ρυθμίζομαι, κανονίζομαι, ρεγουλάρομαι• τακτοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > направить

См. также в других словарях:

  • μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… …   Dictionary of Greek

  • παραλαμβάνω — ΝΜΑ, κρητ. τ. παλλαμβάνω Α, περιλαβαίνω Ν 1. παίρνω κάτι που μού δίνεται από άλλον, λαμβάνω (α. «παρέλαβα τα δέματα που μού έστειλες» β. «παρέλαβον καὶ ἐνέβαλον εἰς τὸ πλοῑον [ενν. φορτίον]», πάπ.) 2. δέχομαι κάποιον κοντά μου ως βοηθό, σύμμαχο ή …   Dictionary of Greek

  • ελληνίζω — (AM ἑλληνίζω) νεοελλ. μιμούμαι τους Έλληνες στη γλώσσα, στον τρόπο ζωής κ.λπ. αρχ. μσν. γίνομαι ειδωλολάτρης αρχ. 1. μιλώ και γράφω σωστά τα Ελληνικά 2. (για λόγο) διατυπώνομαι κατά το τυπικό τής ελληνικής γλώσσας 3. μιλώ την κοινή Ελληνική 4.… …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • μεταμανθάνω — (Α) 1. μαθαίνω κάτι νέο εγκαταλείποντας αυτό που γνώριζα προηγουμένως («τὸ Ἀττικὸν ἔθνος ἐὸν Πελασγικὸν ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν κατέμαθε», Ηρόδ.) 2. αποκτώ γνώσεις («καταμανθάνουσα δ ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιά», Αισχύλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • μάθηση — Ο όρος με την ευρεία έννοια αναφέρεται στη διαδικασία μέσω της οποίας κάθε έμψυχο ov, από την αμοιβάδα έως τον άνθρωπο, προσαρμόζεται στο περιβάλλον και στις απαιτήσεις του, τροποποιώντας το με τη σειρά του, για να αντλήσει τα μεγαλύτερα οφέλη… …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • ταλμούδ — Έργο στο οποίο βρίσκεται συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο μέρος της μεταβιβλικής εβραϊκής παράδοσης. Αναπτύχθηκε από τον 3o έως τον 7o αι. με απαρχή έναν κώδικα πολιτικού και θρησκευτικού δικαίου, τη Μισνά (Εβραίοι, λογοτεχνία). Τα άρθρα του κώδικα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»